Ουροροομετρία (Uroflow)

Η ουροροομετρία (μέτρηση της ροής των ούρων) είναι η απλούστερη μορφή ουροδυναμικού ελέγχου. Δίνει χρήσιμες πληροφορίες για την ποιότητα της ούρησης. 

Είναι μη επεμβατική, ανώδυνη εξέταση και γίνεται στο ιατρείο. Ουσιαστικά πρόκειται για μια ούρηση σε ένα ειδικό μηχάνημα που καταγράφει τη ροή των ούρων, όταν ο ασθενής ουρεί μέσα σε αυτό. Η εξέταση διαρκεί μερικά λεπτά και συνδυάζεται συνήθως με μέτρηση του υπολείμματος των ούρων (PVR, Post Void Residual).

Η ουροροομετρία (uroflow) καταγράφει τον αποβαλλόμενο όγκο ούρων στη μονάδα του χρόνου με τη μορφή μιας καμπύλης και αξιολογεί τη μέγιστη και μέση ροή ούρων, τη διάρκεια της ούρησης, το χρόνο επίτευξης της μέγιστης ροής και τη μορφή της καμπύλης ούρησης. Μπορεί επίσης να δώσει πληροφορίες για τη λειτουργική χωρητικότητα της κύστης. Οι τιμές ροής μετρούνται σε ml/sec και αποτελούν έκφραση δύο συνιστωσών: της πίεσης εξώθησης του εξωστήρα μυ και της αντίστασης στη ροή των ούρων.

Ενδείξεις για ουροροομετρία

Η ουροροομετρία γίνεται συνήθως, όταν ο ασθενής αναφέρει συμπτώματα από το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα (LUTS, Lower Urinary Tract Symptoms). Είναι σημαντική για την διαφορική διάγνωση των διαφόρων δυσκολιών ούρησης και της ακράτειας των ούρων. Αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για την παρακολούθηση της υπερπλασίας του προστάτη σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Η ουροροομετρία συστήνεται:

  • Στους άνδρες ως μέρος (προαιρετικά) της συστηματικής διαγνωστικής προσέγγισης των συμπτωμάτων από το κατώτερο ουροποιητικό (δυσκολία στην ούρηση, αίσθημα ατελούς κένωσης της κύστης, συχνουρία, επιτακτικότητα, νυκτουρία κ.ά.), ενώ πρέπει να διενεργείται πριν από την έναρξη οποιασδήποτε θεραπευτικής αντιμετώπισης, σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής Εταιρίας.
  • Στους άνδρες και τις γυναίκες ως μέρος της διαγνωστικής προσέγγισης της νευρολογικής αιτιολογίας δυσλειτουργίας του κατώτερου ουροποιητικού σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής Εταιρίας.
    Η ουροροομετρία ενδείκνυται σε κάθε περίπτωση που χρειάζονται αντικειμενικές και ποσοτικές πληροφορίες που θα βοηθήσουν στην κατανόηση της παθοφυσιολογίας τόσο των συμπτωμάτων αποθήκευσης όσο και των συμπτωμάτων κένωσης.